- πωλούμενος
- πωλέομαιgo up and downpres part mp masc nom sg (attic epic doric)πωλέωsellpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπεστ-σέλερ — το άκλ. βιβλίο με μεγάλη επιτυχία κυκλοφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. best seller «ο καλύτερα / περισσότερο πωλούμενος» < best «ο καλύτερος» + sell «πουλώ»] … Dictionary of Greek